πηλώδης

πηλώδης
ης, ες глинистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πηλώδης" в других словарях:

  • πηλώδης — clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) πηλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πηλώδης clayey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδης — ες, ΝΜΑ [πηλός] νεοελλ. όμοιος με πηλό μσν. αρχ. γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη …   Dictionary of Greek

  • πηλώδει — πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πηλώδης clayey masc/fem/neut dat sg πηλώδεϊ , πηλώδης clayey dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδη — πηλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλῶδες — πηλώδης clayey masc/fem voc sg πηλώδης clayey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεις — πηλώδης clayey masc/fem acc pl πηλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεσι — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεσιν — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδους — πηλώδης clayey masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТРОТ —    • Buthrōtum,          Βουθρωτόν, н. Бутринто, с замечательными развалинами, цветущий приморский город и впоследствии римская колония на эпирском берегу, против Керкиры, с небольшим замком и гаванью Пелодом (Πηλώδης, Παλω̃δες). По преданию, он… …   Реальный словарь классических древностей

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»